- φετιχιστικός
- -ή, -ό, Ν [φετιχιστής]ο σχετικός με τον φετιχιστή.επίρρ...φετιχιστικά Νμε φετιχιστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φετιχιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φετιχιστή ή στο φετιχισμό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)